- Ἵππιος
- Ἵππιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος … Dictionary of Greek
ἵππιος — of a horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππίων — ἵππιος of a horse fem gen pl ἵππιος of a horse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππιον — ἵππιος of a horse masc acc sg ἵππιος of a horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гиппиоc — (΄Ίππιος конный ) 1) прозвище Посейдона; оракул Посейдона Г. находился в Онхесте. 2) Прозвище Ареса … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Гиппиос — (΄Ίππιος конный ): 1) прозвище Посейдона; оракул Посейдона Г. находился в Онхесте. 2) Прозвище Ареса … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἱππιᾶν — ἵππιος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππίας masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππίην — ἵππιος of a horse fem acc sg (epic ionic) ἱππίας masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππίης — ἵππιος of a horse fem gen sg (epic ionic) ἱππίας masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππίου — Ἵππιος masc gen sg Ἱππίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)